- τιλμός
- ὁ, Α [τίλλω]1. βίαιη απόσπαση τών τριχών, μάδημα2. εκρίζωση, ξερίζωμα («τιλμὸς καλάμου», πάπ.)3. εξαγωγή τών ινών φυτού («τιλμὸς σησάμου», πάπ.)4. φρ. «τιλμὸς ὀσπρίων» — αποφλοίωση οσπρίων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τιλμός — plucking masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιλμοῖσι — τιλμός plucking masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιλμοῖσιν — τιλμός plucking masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιλμοί — τιλμός plucking masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιλμοῦ — τιλμός plucking masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιλμούς — τιλμός plucking masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιλμῶν — τιλμός plucking masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιλμῷ — τιλμός plucking masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)